- παραγράψιμος
- παρα-γράψιμος, ον, wogegen sich excipieren läßt, d. i. unstatthaft, verwerflich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραγράψιμος — exceptionable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράψιμος — η, ο / παραγράψιμος, ον, ΝΑ αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα») αρχ. αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. ιμος (πρβλ. περιγράψ ιμος)] … Dictionary of Greek